Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Τρούμπα: Ιστορία μιας συνοικίας

Θρύλος και πραγματικότητα

Στο κεφαλόσκαλο της Τρούμπας φόρτωναν και ξεφόρτωναν καθημερινά τα καράβια απ’ όλες τις θάλασσες του κόσμου. Και ήταν φυσικό να γίνονται παράνομες δοσοληψίες, λαθρεμπόριο, μυστικές δουλειές και τα παρόμοια. Μόλις έδυε ο ήλιος, στην Τρούμπα όλα άλλαζαν. Έπαιρναν διαφορετική όψη και μορφή οι χώροι, τα πράγματα και οι άνθρωποι. Καθώς έπεφτε το σκοτάδι, εφαρμόζονταν οι άγριοι νόμοι του λιμανιού και του υπόκοσμου.
«Συνελήφθη χθες η Κούλα Χασάπη, ήτις διανυκτερεύουσα εν τινί ξενοδοχείω μετά τινός Ιταλού ναύτου, του έκλεψε 2 ναπολεόνια και άλλα τινά αντικείμενα αξίας, άτινα ούτος έφερε μεθ’ αυτού». Κέντρο της Τρούμπας ήταν η πολυσύχναστη διασταύρωση Δευτέρας Μεραρχίας και Φίλωνος. Εκτεινόταν όμως προς τα βόρεια ίσαμε τον Άι Σπυρίδωνα. Και νοτινά, ίσαμε τον Άι Νικόλα.

Από που πήρε το όνομά της...

Η ονομασία της Τρούμπας ήταν κατάλοιπο της Τουρκοκρατίας. Στο μέρος εκείνο είχε βρεθεί αρκετό νερό. Και ο αγάς της περιοχής είχε κάνει μια τρόμπα (τρούμπα) με την οποία αντλούσε το νερό και πότιζε τους κήπους και τ’ αμπέλια του, που έφταναν έως πιο πάνω στην ανηφόρα της Τερψιθέας. Με το πέρασμα των χρόνων και τις αυξημένες ανάγκες, κατασκευάστηκε στο σημείο ανάβρυσης του νερού, κτιστό πηγάδι με τροχό που έδινε διαρκώς νερό σε βαρέλια, αραδιασμένα στη σειρά ή πάνω στα κάρα που περίμεναν το ένα δίπλα στο άλλο. Το νερό προοριζόταν βασικά για πότισμα, λάτρα των σπιτιών ή ακόμα και για κατάβρεγμα των δρόμων. Αλλά από την τρόμπα αυτή, νερό προμηθεύονταν και τα διάφορα πλεούμενα που προσέγγιζαν λίγα μόνο μέτρα από εκείνο το σημείο.
Τα στενοσόκακα της Τρούμπας ήταν γεμάτα από ξενοδοχεία τα οποία ήταν επίσης γεμάτα από κόσμο. Το ίδιο και οι ταβέρνες, τα εστιατόρια, τα καφέ – αμάν και τα καφέ – σαντάν, ήταν γεμάτα από κόσμο, φωτισμένα με κίνηση όλη τη νύχτα. Ξένοι και Έλληνες. Αρματωμένοι και ξαμάρτωτοι. Αρσενικοί και θηλυκοί. Γέροντες και παιδιά. Αθώοι και ένοχοι. Ντυμένοι και κουρελήδες. Πηγαινοέρχονταν ανάμεσα σε Τρούμπα και Τζελέπη όπου αποτελούσαν από παλιά τις δύο μεγάλες σχολές της κοινωνίας!
Η Τρούμπα ήταν ένα μικρό κράτος, ανεξάρτητο μέσα στην καρδιά του λιμανιού. Εκεί έβρισκε καταφύγιο ο υπόκοσμος ολάκερης της Μεσογείου και βάλε. Και είχε και πολλούς μαγαζάτορες ύποπτους. Παράξενα στέκια, πόρνες, προστάτες, χαρτοπαίχτες, κουτσαβάκηδες, παπατζήδες, ναύτες όλου του κόσμου, μαχαιροβγάλτες, πολλούς απόκληρους και ακόλαστος από τα δύο φύλλα. Μια εικόνα αυτού του κλίματος στο λιμάνι μας δίνει και ο Ιωάννης Κονδυλάκης στο βιβλίο του, «Οι Άθλιοι των Αθηνών»:
«Η Μαριώρα εσιώπα, βυθισμένα εις λυπηρούς διαλογισμούς. Ο φόβος του αγνώστου, εις ο την έφερεν αι λευκαί του πλοίου πτέρυγες…συνέκαμπτε και συνέπτυσσε την ασθενή και άπειρον ύπαρξίν της…όταν μετά μεσημβρίαν απεβιβάσθην εις τον Πειραιά ήτο σχεδόν εύθυμος. Εις την παραλίαν ίσταντο υπόπτου εξωτερικού, οι οποίοι την παρετήρουν ως εμπόρευμα, μια δε γυνή με πρόσωπον εξέρυθρον οινόφλυγος, αρκετά ευτραφής, με μειδίαμα ξεπλυμένον, εις το οποίον προσεπάθει να δώσει έκφρασιν μητρικής προστασίας, εκινήθη επανειλημμένως ως δια να πλησιάση και της ομιλήση, αλλά όταν είδεν ότι συνοδεύετο υπό του Μαστροκωνσταντή, παρητήθη του σκοπού της και το μειδίαμά της διεδέχθη μορφασμός απογοητεύσεως. Αυτή ήταν η κυρία Γιαννού, γυναίκα διελθούσα όλα τα στάδια της ακολασίας, τώρα δε διευκολύνουσα τας ακολασίας των άλλων, δια της αποπλανήσεως ιδίως απονήρων υπηρετριών, με τη σαγήνην της τοποθετήσεως…»

Σημείο αναφοράς

Στο σημείο αυτό της πειραιώτικης δραστηριότητας, συγκεντρώνονταν και οι περισσότεροι γυρολόγοι, στραγαλάδες, κουλουρτζήδες, πασατεμπάδες και σαλεπιτζήδες. Ιδιαίτερα οι τελευταίοι με το φαναράκι και την ασετυλίνη πάνω στο ζεστό σαμοβάρι τους, κυκλοφορούσαν στην προβλήτα, στις ταβέρνες και στα στενά της Τρούμπας μέχρι τις πρώτες πρωϊνές ώρες.
Η Τρούμπα ήταν το πόρτο και κατευόδιο όλης της Ελλάδας. Κόλπος και λιμάνι πάσης Μεσογείου λες και έδιναν υπόσχεση μάζωξης όλοι οι λαοί και οι φυλές του κόσμου! Καθημερινά έβλεπες να κυκλοφορούν ανεμπόδιστα λογής, λογής άνθρωποι, λατσιόνες, χρώματα, ντυσίματα, περπατήματα και συμπεριφορές. Έβλεπες φράγκικα ντυσίματα αλλά και βράκες, τουρμπάνια, πηλίκια ναυτικά, τραγιάσκες, ακόμα και αιγυπτιακές κελεμπίες και φέσια. Ότι πιο παρδαλό, παράξενο και εντυπωσιακό που προκαλούσε το χάζι, βρισκόταν κάθε στιγμή μπροστά σου και μπαινόβγαινε στα ουζερί, στα καφενεία, στα μαγαζιά και τα ξενοδοχεία της Τρούμπας.

Όταν μιλάμε βέβαια για την Τρούμπα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τα Καρβουνιάρικα. Ακόμα το Τελωνείο, την πλατεία του Άι Νικόλα με τις μπαράγκες της και λίγο πιο πέρα την ακτή του Ξαβερίου. Αυτά αποτελούσαν μιαν άλλη ενότητα, διατηρώντας και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Καθώς έμπαινες στο λιμάνι, στη δεξιά άκρη βρίσκονταν τα Καρβουνιάρικα με τη σκάλα τους, όπου έφταναν τα πλεούμενα με τους τόνους τα ξυλοκάρβουνα. Το κάρβουνο βλέπετε ήταν η πρωταρχική ύλη για όλα.

«Εις τον εν λόγω λιμενίσκον παλαιότερον άραζαν όλα τα καίκια που έφθαναν από τας νήσους ή άλλας παραλιμενίους περιοχάς της Ελλάδας φορτωμένα με ξυλοκάρβουνα και τα εξεφόρτωναν εκεί… Η μικρή πλατεία έμπροσθεν του λιμενίσκου εγέμιζε από σακιά με κάρβουνο τα οποία εν συνεχεία εφορτώνοντο εις τα διάφορα τροχοφόρα δια την μεταφοράν τους εις τους τόπους καταναλώσεως. Το τι εγένετο εις την πλατεία δεν περιγράφεται, αύτη εγέμιζε από σκόνη καρβούνων προ παντός όταν εφύσαγε αέρας και οι εργαζόμενοι ήσαν εκεί πάντοτε μαυρισμένοι».
Ένεκα μάλιστα της κίνησης και της καθημερινής φασαρίας σε αυτό χώρο, συχνές ήταν και οι προστριβές των κατοίκων, ιδιαίτερα προς την πλευρά του Άι Νικόλα, όπου πραγματικά υπόφερναν οι άνθρωποι χειμώνα, καλοκαίρι, από την αφόρητη εκείνη κατάσταση. Γι΄ αυτό και καθημερινά ήταν τα παράπονα της Υδραίικης συνοικίας προς την αστυνομία να περιοριστούν οι θόρυβοι, οι ταραξίες και όλο το φυγόπονο σκυλολόι που μαζευόταν εκεί, κυρίως τις νυχτερινές ώρες. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να ζητούν από τις αρχές την ανέγερση ενός «τοιχίου» για να διαφυλαχτεί και η αξιοπρέπεια του ναού του Άι Νικόλα, που τον μαγάριζαν με τις φωνές και τις ανόσιες πράξεις τους, οι νυχτερινοί επισκέπτες της περιοχής. «Τοιχίον» ζήτησαν όμως να αναγερθεί – νοερό ή πραγματικό – και οι κάτοικοι της Τρούμπας, στα νεότερα χρόνια, επειδή η όψη της – όπως αναλυτικά την περιγράφει ο Μάριος Πλωρίτης – είχε γίνει αφόρητη.

Ψάχνοντας την ηδονή

Γράφει χαρακτηριστικά ο Μάριος Πλωρίτης: «Ως πριν μερικές δεκαετίες, η μεγάλη περιπέτεια τους Πειραιώτες έφηβους ήταν να κρυφογλιστρήσουν στην περιβόητη Τρούμπα. Φυσικά, οι νεαροί Πειραιώτες δεν πήγαιναν εκεί για να…ξεδιψάσουν αλλά για να γνωρίσουν τον απαγορευμένο κόσμο της «άνομης ηδονής» - οι δρόμοι της Τρούμπας (Φίλωνος, Νοταρά) ήταν σπαρμένοι δεκάδες χαμαιτυπεία, καφέ – αμάν και άλλους ναούς της Πάνδημης Αφροδίτης. Σαν έπεφτε η καλοκαιρινή νύχτα στους παρδαλοφωτισμένους δρόμους, οι τρόφιμες των «σπιτιών» έβγαιναν στα κατώφλια καρτερώντας πελάτες, αντάλλαζαν φωναχτά τα τελευταία νέα αλλά πότε, πότε και πειράγματα, βρισιές, βωμολοχίες, βλαστήμιες. Καβγάδες φούντωναν ξαφνικά, βγαίναν πλυμένα και άπλυτα στις ρούγες, αντιλαλούσαν τα στενά…μαλλιοτραβήγματα και νυχοξεσκίσματα άρχιζαν, τρέχαν και οι νταβατζήδες, κάμες και σουγιάδες άστραφταν, γινόταν το «ανάστα ο Κύριος» - και πλουτιζόταν μοναδικά το λεξιλόγιο και η ανθρωπογεωγραφική μόρφωση των λαθροθεατών».

Σε αναζήτηση μιας διαφορετικής τύχης

Αλλά η Τρούμπα, ως τόπος δουλειάς και μόχθου δεν ήταν μια παράλια ουτοπία. Δεν ήταν μόνο χώρος αναζήτησης της περιπέτειας, της νυχτερινής ζωής, της λαγνείας και του παρασιτισμού. Εκεί υπήρχε το κεφαλόσκαλο της αγωνίας απ’ όπου περίμενε η εργατιά του Πειραιά να βγάλει το ψωμί της. Κάθε πρωί δραπέτευαν εκατοντάδες νέοι και γέροι από τις ξεχασμένες συνοικίες και έρχονταν στην Τρούμπα και στη μάνα θάλασσα για να βρουν την τύχη τους. Να συναντήσουν τον Ερμή που θα τους έπαιρνε από το χέρι και θα τους οδηγούσε σε ένα μεροκάματο, στην πόρευση της καθημερινότητας. Και ύστερα, ήταν όλος ο άλλος κόσμος που ερχόταν, όχι στην Τρούμπα της κρυφής απόλαυσης, μα στην Τρούμπα του μπαρκαρίσματος. Του ταξιδιού που θα γινόταν η έξοδος από τη μιζέρια, το τέλμα και τη χαμοζωή. Η Τρούμπα ήταν μια υπαρκτή πραγματικότητα ζωής, ονείρου και ελπίδας, που έδινε φτερά σε χιλιάδες ανθρώπους της βιοπάλης πέρα από κάποιες περιγραφές, μύθους και αστυνομικά δελτία, που η σφύζουσα ζωντάνια της Τρούμπας, τα έκανε στα αλήθεια να είναι καθημερινά πλούσια.

ΔΕΙΤΕ

Η ΤΡΟΥΜΠΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ

του Δημήτρη Τερζή

Η Τρούμπα και οι ιστορίες της αποτέλεσαν σημαντική πηγή έμπνευσης για τον ελληνικό κινηματογράφο. Ας δούμε τις κορυφαίες στιγμές αυτής της εμπνευσμένης σχέσης όπως αποτυπώθηκαν στο κινηματογραφικό πανί:
- «Η Αγνή του λιμανιού», το 1952 σε σκηνοθεσία Γιώργου Τζαβέλλα και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Επρόκειτο για μια παραγωγή της «Φίνος Φιλμ» και έκοψε 165.475 εισιτήρια κατά την περίοδο προβολής της. Ελένη Χατζηαργύρη, Αλέξος Αλεξανδράκης, Ελένη Ζαφειρίου είναι ορισμένοι μόνο από το καστ των ηθοποιών ενώ για πρώτη φορά ακούγεται στον κινηματογράφο το «Χάρτινο το Φεγγαράκι».

- Αγαπημένη ταινία αυτή που γυρίστηκε το 1963 και έκανε την Τρούμπα διάσημη και στις…πέτρες. Ο Αλέκος Γαλανός γράφει το σενάριο και ο Βασίλης Γεωργιάδης σκηνοθετεί τα «Κόκκινα Φανάρια». Η ταινία είναι υποψήφια για Όσκαρ ξενόγλωσσου φιλμ και χάνει το βραβείο από το «Οχτώμιση» του Φελίνι, ενώ παίρνει μέρος και στο φεστιβάλ των Καννών. Για όσους δεν γνωρίζουν, ήταν διασκευή του θεατρικού έργου του Αλέκου Γαλανού, «Το Σπίτι με τα Κόκκινα Φώτα». Από εκεί και πέρα τι να πρωτοπεί κανείς για την ταινία; Να μιλήσει για την Καρέζη; Για τον Φούντα; Για τη Χρονοπούλου, τη Λαδικού; Τον Μάνο Κατράκη; Να δακρύσει με την Κατερίνα Χέλμη; Να μελαγχολήσει με το ζευγάρι Νότης Περγιάλης – Ηρώ Κυριακάκη; «Ωραία δεν είναι η ζωή», τη ρωτούσε εκείνος. «Καλή είναι», απαντούσε εκείνη, βγάζοντας έναν αναστεναγμό, που ανέδυε τα βάσανα μια ολόκληρης ζωής. Ή μήπως μπορεί να ξεχάσει κανείς τη Μαντάμ Παρί, τη Δέσπω τη Διαμαντίδου, στο ρόλο της «τσατσάς»; Ένας ολόκληρος κόσμος η Τρούμπα, τραγουδήθηκε επάξια από το δίδυμο Ζαμπέτα – Μπιθικώτση για τις ανάγκες της ταινίας, σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου. Έκοψε 473.686 εισιτήρια κατά τη διάρκεια της προβολής της.
- Την ίδια χρονιά, στον απόηχο που έκαναν τα «Κόκκινα Φανάρια» γυρίζονται οι ταινίες, «Ο Δρόμος με τα Κόκκινα Φώτα» σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη και «Η Μαρκησία του Λιμανιού» σε σκηνοθεσία Κώστα Ανδρίτσου. Στην πρώτη πρωταγωνιστεί το δίδυμο Στέφανος Στραγητός – Γκέλυ Μαυροπούλου (ζευγάρι και στην ζωή) και στη δεύτερη το δίδυμο Μάρω Κοντού – Γιώργος Φούντας. Στη δεύτερη ταινία ακούγεται για πρώτη φορά το τραγούδι «Κάθε λιμάνι και καημός» από τον Πάνο Γαβαλά και τη Ρία Κούρτη. Η πρώτη ταινία έκοψε 267.299 εισιτήρια και η δεύτερη 364.009.
- Η Τρούμπα πουλούσε τρελά και ο Ντίνος Δημόπουλος ήθελε να έχει μια επιτυχία ανάλογη με εκείνη που είχαν τα «Κόκκινα Φανάρια». Το ήθελε και η «Φίνος Φιλμ» που τη χρηματοδότησε ως απάντηση στη «Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης» των «Φαναριών». Το 1964 λοιπόν, βγαίνει στις αίθουσες η «Λόλα» με Καρέζη, Κούρκουλο, Παπαγιαννόπουλο, Καλογήρου κ.α. Η φράση «Είναι πολλά τα λεφτά Άρη…» έχει μείνει μνημειώδης! Η μουσική ανήκει στον Σταύρο Ξαρχάκο και η Βίκυ Μοσχολιού κάνει την πρώτη της εμφάνιση στον κινηματογράφο ως τραγουδίστρια. Έκοψε 313.822 εισιτήρια κατά τη διάρκεια προβολής της.
- Θα περάσουν 4 χρόνια για να ξαναδούμε ταινία να γυρίζεται στον Πειραιά. Ο Αλέκος Σακελάριος γράφει με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο και σκηνοθετεί το «Καλώς ήλθε το δολάριο» με τους Γιώργο Κωνσταντίνου, Νίκη Λινάρδου, Άννα Καλουτά κ.α. Πρόκειται για την πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία που όλη επεξεργασία της έγινε στην Ελλάδα και το κόστος της έφτασε στα 5 εκατ. δρχ.! Ξανά η Τρούμπα στο προσκήνιο μέσα από μια κωμική ματιά των γεγονότων. Έκοψε 164.239 εισιτήρια κατά τη διάρκεια της προβολής της.
- Τρούμπα για πάντα ή αλλιώς «Τρούμπα ‘67», η ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου σε μουσική Μάνου Λοίζου. Η ταινία περιγράφει τον τραγικό έρωτα μιας τραγουδίστριας σε καμπαρέ της Τρούμπας κι ενός λιμενεργάτη και στους πρωταγωνιστικούς ρόλους βρίσκονταν οι Καίτη Θεοχάρη, Γιώργος Φούντας, Σπύρος Καλογήρου, Γιώργος Μούτσιος κ.α
 
*Το κείμενο αυτό έγινε σε συνεργασία με τον δημοσιογράφο - λαογράφο Δημήτρη Φερούση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου